συγχωρήσατ'

συγχωρήσατ'
συγχωρήσατε , συγχωρέω
come together
aor imperat act 2nd pl
συγχωρήσατε , συγχωρέω
come together
aor imperat act 2nd pl
συγχωρήσατο , συγχωρέω
come together
aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
συγχωρήσατο , συγχωρέω
come together
aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
συγχωρήσατε , συγχωρέω
come together
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)
συγχωρήσατε , συγχωρέω
come together
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άθρονος — η ο (Α ἄθρονος, ον) [θρόνος] αυτός που δεν έχει θρόνο, δεν εγκαταστάθηκε στον θρόνο του ή τόν έχει χάσει (για μέλη βασιλικών ή ηγεμονικών οικογενειών) αρχ. ο χωρίς (επισκοπικό) θρόνο «ἡμῑν... συγχωρήσατ ἄθρονον βίον» (Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”